θυροκολλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θυροκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυροκολλώ
Μετοχή επεξεργασία
θυροκολλημένος, -η, -ο
- που έχει θυροκολληθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
θυροκολλημένος
|
θυροκολλημένος, -η, -ο
|