θρυψίνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θρυψίνη | οι | θρυψίνες |
γενική | της | θρυψίνης | των | θρυψινών |
αιτιατική | τη | θρυψίνη | τις | θρυψίνες |
κλητική | θρυψίνη | θρυψίνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θρυψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική trypsin < αρχαία ελληνική τρῖψις < τρίβω (η θρυψίνη ανακαλύφθηκε τρίβοντας το πάγκρεας με γλυκερίνη)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θρυψίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) πρωτεολυτικό ένζυμο το οποίο σχηματίζεται στο έντερο