εντεροκινάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεροκινάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterokinase < αρχαία ελληνική ἔντερον + κινέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντεροκινάση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που εκκρίνεται από τον ανώτερο εντερικό βλεννογόνο και συμβάλει στη δημιουργία θρυψίνης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεροκινάση