Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεσπισμένος η θεσπισμένη το θεσπισμένο
      γενική του θεσπισμένου της θεσπισμένης του θεσπισμένου
    αιτιατική τον θεσπισμένο τη θεσπισμένη το θεσπισμένο
     κλητική θεσπισμένε θεσπισμένη θεσπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεσπισμένοι οι θεσπισμένες τα θεσπισμένα
      γενική των θεσπισμένων των θεσπισμένων των θεσπισμένων
    αιτιατική τους θεσπισμένους τις θεσπισμένες τα θεσπισμένα
     κλητική θεσπισμένοι θεσπισμένες θεσπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεσπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεσπίζω

  Μετοχή επεξεργασία

θεσπισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θεσπίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία