θερμοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermotropism < αρχαία ελληνική θερμός + τρόπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμοτροπισμός αρσενικό
- (βοτανική) τροπισμός / μετακίνηση ενός φυτού ή τμήματός του προς την πηγή εκπομπής θερμότητας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θερμοτροπία
- θερμοτροπικός
- → δείτε τις λέξεις θερμός και τρόπος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Thermotropism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμοτροπισμός