θερμοπρόσοψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμοπρόσοψη | οι | θερμοπροσόψεις |
γενική | της | θερμοπρόσοψης* | των | θερμοπροσόψεων |
αιτιατική | τη | θερμοπρόσοψη | τις | θερμοπροσόψεις |
κλητική | θερμοπρόσοψη | θερμοπροσόψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμοπροσόψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοπρόσοψη θηλυκό
- διαμόρφωση της πρόσοψης ενός κτηρίου, τοίχου κ.λπ. με την τοποθέτηση θερμομονωτικών πλακών στο εξωτερικό μέρος του
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοπρόσοψη
|