θερμοπεριοδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοπεριοδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoperiodisme < αρχαία ελληνική θερμός + περίοδος
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοπεριοδισμός αρσενικό
- (βοτανική) η ευαισθησία και βιοχημική ανταπόκριση που επιδεικνύουν τα φυτά στις θερμοκρασιακές μεταβολές
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοπεριοδισμός