Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοπεριοδισμός οι θερμοπεριοδισμοί
      γενική του θερμοπεριοδισμού των θερμοπεριοδισμών
    αιτιατική τον θερμοπεριοδισμό τους θερμοπεριοδισμούς
     κλητική θερμοπεριοδισμέ θερμοπεριοδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοπεριοδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoperiodisme < αρχαία ελληνική θερμός + περίοδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοπεριοδισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία