θερμοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοθεραπεία (μαρτυρείται από το 1894)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermothérapie[2] ή αγγλική thermotherapy[2] < αρχαία ελληνική θερμός + θεραπεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοθεραπεία θηλυκό
- θεραπευτική μέθοδος με χρήση τοπικής αύξησης της θερμοκρασίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοθεραπεία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ 2,0 2,1 θερμοθεραπεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)