Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η θερινή ώρα
      γενική της θερινής ώρας
    αιτιατική τη θερινή ώρα
     κλητική θερινή ώρα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερινή ώρα < → δείτε τις λέξεις θερινός και ώρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.ɾiˈni ˈo.ɾa/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θερινή ώρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • θερινόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)