θερινή ώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερινή ώρα | ||
γενική | της | θερινής ώρας | ||
αιτιατική | τη | θερινή ώρα | ||
κλητική | θερινή ώρα | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θερινή ώρα < → δείτε τις λέξεις θερινός και ώρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.ɾiˈni ˈo.ɾa/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
θερινή ώρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η μετατόπιση της ώρας προς τα εμπρός την άνοιξη έως το φθινόπωρο, όταν γυρίζει προς τα πίσω, συνήθως κατά μία ώρα, έτσι ώστε η ρύθμιση να εκμεταλλεύεται τη μεγαλύτερη περίοδο φυσικού φωτισμού από τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας το καλοκαίρι
- ※ Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που προκαλεί η αλλαγή στη θερινή ώρα είναι ότι διαταράσσει τον ύπνο μας. Ο οργανισμός μας δεν είναι ακόμη έτοιμος να κοιμηθεί την ώρα που είχαμε συνηθίσει, η οποία πλέον έρχεται πλέον 60 λεπτά νωρίτερα.
- Πώς η θερινή ώρα επηρεάζει το βιολογικό μας ρολόι – Οι ειδικοί απαντούν, Η Καθημερινή (2 Νοεμβρίου 2022)
- ※ Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που προκαλεί η αλλαγή στη θερινή ώρα είναι ότι διαταράσσει τον ύπνο μας. Ο οργανισμός μας δεν είναι ακόμη έτοιμος να κοιμηθεί την ώρα που είχαμε συνηθίσει, η οποία πλέον έρχεται πλέον 60 λεπτά νωρίτερα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θερινή ώρα
|
Πηγές
επεξεργασία
- θερινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)