πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η θερινή ώρα
      γενική της θερινής ώρας
    αιτιατική τη θερινή ώρα
     κλητική θερινή ώρα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θερινή ώρα <  δείτε τις λέξεις θερινός και ώρα Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

θερινή ώρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • θερινός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)