↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θειαφισμένος η θειαφισμένη το θειαφισμένο
      γενική του θειαφισμένου της θειαφισμένης του θειαφισμένου
    αιτιατική τον θειαφισμένο τη θειαφισμένη το θειαφισμένο
     κλητική θειαφισμένε θειαφισμένη θειαφισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θειαφισμένοι οι θειαφισμένες τα θειαφισμένα
      γενική των θειαφισμένων των θειαφισμένων των θειαφισμένων
    αιτιατική τους θειαφισμένους τις θειαφισμένες τα θειαφισμένα
     κλητική θειαφισμένοι θειαφισμένες θειαφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θειαφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θειαφίζω

θειαφισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θειαφίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία