Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεατρόφιλος η θεατρόφιλη το θεατρόφιλο
      γενική του θεατρόφιλου της θεατρόφιλης του θεατρόφιλου
    αιτιατική τον θεατρόφιλο τη θεατρόφιλη το θεατρόφιλο
     κλητική θεατρόφιλε θεατρόφιλη θεατρόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεατρόφιλοι οι θεατρόφιλες τα θεατρόφιλα
      γενική των θεατρόφιλων των θεατρόφιλων των θεατρόφιλων
    αιτιατική τους θεατρόφιλους τις θεατρόφιλες τα θεατρόφιλα
     κλητική θεατρόφιλοι θεατρόφιλες θεατρόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεατρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική theatrophile < theatro- + -phile < αρχαία ελληνική θέατρον + -φιλος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

θεατρόφιλος, -η, -ο

  • ο φίλος του θεάτρου, που παρακολουθεί συχνά θεατρικές παραστάσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία