θεατρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεατρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική theatrophile < theatro- + -phile < αρχαία ελληνική θέατρον + -φιλος[1]
Επίθετο
επεξεργασίαθεατρόφιλος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεατρόφιλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θεατρόφιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας