θαλερότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαλερότητα < (καθαρεύουσα) θαλερότης < αρχαία ελληνική θαλερός + -ότης/-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθαλερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του θαλερού
- (μεταφορικά) ακμαιότητα, ζωντάνια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θαλερότητα
|