ανθηρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθηρότητα | οι | ανθηρότητες |
γενική | της | ανθηρότητας | των | ανθηροτήτων |
αιτιατική | την | ανθηρότητα | τις | ανθηρότητες |
κλητική | ανθηρότητα | ανθηρότητες | ||
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθηρότητα < ελληνιστική κοινή ἀνθηρότης < αρχαία ελληνική ἀνθηρός < ανθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθηρότητα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η ιδιότητα του ανθηρού
- (μεταφορικά) η ιδιότητα του ανθηρού
- ≈ συνώνυμα: ακμή, λαμπρότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθηρότητα