↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλαμοφύλακας οι θαλαμοφύλακες
      γενική του θαλαμοφύλακα των θαλαμοφυλάκων
    αιτιατική τον θαλαμοφύλακα τους θαλαμοφύλακες
     κλητική θαλαμοφύλακα θαλαμοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλαμοφύλακας < θάλαμ(ος) + -ο- + -φύλακας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλαμοφύλακας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία