θαλαμοφύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλαμοφύλακας αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο στρατιώτης που ορίζεται να φρουρεί έναν ή περισσότερους θαλάμους στρατιωτικού σχηματισμού (συνήθως επιπέδου διμοιρίας ή λόχου)
- Ο επιλοχίας ανακοίνωσε στον πίνακα με τις υπηρεσίες τους σημερινούς σκοπούς και θαλαμοφύλακες.
- Στα βασικά καθήκοντα του θαλαμοφύλακα περιλαμβάνονται η φύλαξη του οπλοβαστού και η τήρηση του βιβλίου εισόδου - εξόδου όπλων.
Συνώνυμα επεξεργασία
- (αργκό) θαλαμόσκυλο, θαλαμοντόγκ
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλαμοφύλακας
|