Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλαμοντόγκ < θάλαμ(ος) + -ο- + αγγλική dog

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλαμοντόγκ ουδέτερο άκλιτο