θαλαμοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαλαμοειδής | η | θαλαμοειδής | το | θαλαμοειδές |
γενική | του | θαλαμοειδούς* | της | θαλαμοειδούς | του | θαλαμοειδούς |
αιτιατική | τον | θαλαμοειδή | τη | θαλαμοειδή | το | θαλαμοειδές |
κλητική | θαλαμοειδή(ς) | θαλαμοειδής | θαλαμοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαλαμοειδείς | οι | θαλαμοειδείς | τα | θαλαμοειδή |
γενική | των | θαλαμοειδών | των | θαλαμοειδών | των | θαλαμοειδών |
αιτιατική | τους | θαλαμοειδείς | τις | θαλαμοειδείς | τα | θαλαμοειδή |
κλητική | θαλαμοειδείς | θαλαμοειδείς | θαλαμοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθαλαμοειδής -ής -ές
- που έχει σχήμα θαλάμου
- στον ανασκαφικό χώρο βρέθηκαν τάφοι θαλαμοειδείς
- που έχει τη μορφή θαλάμου
- θαλαμοειδής τάφος: τάφος που μοιάζει με μικρό υπόγειο δωμάτιο
- οι θαλαμοειδείς τάφοι του ταφικού περιβόλου των Μυκηνών