Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλαμοειδής η θαλαμοειδής το θαλαμοειδές
      γενική του θαλαμοειδούς* της θαλαμοειδούς του θαλαμοειδούς
    αιτιατική τον θαλαμοειδή τη θαλαμοειδή το θαλαμοειδές
     κλητική θαλαμοειδή(ς) θαλαμοειδής θαλαμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλαμοειδείς οι θαλαμοειδείς τα θαλαμοειδή
      γενική των θαλαμοειδών των θαλαμοειδών των θαλαμοειδών
    αιτιατική τους θαλαμοειδείς τις θαλαμοειδείς τα θαλαμοειδή
     κλητική θαλαμοειδείς θαλαμοειδείς θαλαμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλαμοειδής < θάλαμος + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

θαλαμοειδής -ής -ές

  1. που έχει σχήμα θαλάμου
    στον ανασκαφικό χώρο βρέθηκαν τάφοι θαλαμοειδείς
  2. που έχει τη μορφή θαλάμου
  3. θαλαμοειδής τάφος: τάφος που μοιάζει με μικρό υπόγειο δωμάτιο
    οι θαλαμοειδείς τάφοι του ταφικού περιβόλου των Μυκηνών

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία