↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλαμωτός η θαλαμωτή το θαλαμωτό
      γενική του θαλαμωτού της θαλαμωτής του θαλαμωτού
    αιτιατική τον θαλαμωτό τη θαλαμωτή το θαλαμωτό
     κλητική θαλαμωτέ θαλαμωτή θαλαμωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλαμωτοί οι θαλαμωτές τα θαλαμωτά
      γενική των θαλαμωτών των θαλαμωτών των θαλαμωτών
    αιτιατική τους θαλαμωτούς τις θαλαμωτές τα θαλαμωτά
     κλητική θαλαμωτοί θαλαμωτές θαλαμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλαμωτός < θάλαμος

  Επίθετο

επεξεργασία

θαλαμωτός

  1. που έχει σχήμα θαλάμου, θαλαμοειδής
  2. διαιρεμένος σε θαλάμους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία