θέλγητρον
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θέλγητρον | τὰ | θέλγητρᾰ |
γενική | τοῦ | θελγήτρου | τῶν | θελγήτρων |
δοτική | τῷ | θελγήτρῳ | τοῖς | θελγήτροις |
αιτιατική | τὸ | θέλγητρον | τὰ | θέλγητρᾰ |
κλητική ὦ! | θέλγητρον | θέλγητρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θελγήτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θελγήτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θέλγητρον, ήδη τον Πίνδαρο < θέλγω, θελγη- + -τρον. [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: θέλγητρο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θέλγητρον ουδέτερο
- φυλαχτό, ξόρκι, κάτι που έχει μαγική δύναμη (όπως και η μουσική)
- ※ 6ος/5ος αιώνας Πίνδαρος, απόσπασμα 278 ad fr. 223.
- θέλγητρʼ ἁδονᾶς (θέλγητρα ἡδονῆς)
- ※ 5ος αιώνας Ευριπίδης, Ορέστης, στίχ.211 @perseus.tuftus.edu
- ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου,
- ω, αγαπημένο φυλαχτό του ύπνου, που βοηθάς στην αρρώστια
- ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου,
- ※ 6ος/5ος αιώνας Πίνδαρος, απόσπασμα 278 ad fr. 223.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- (καθαρεύουσα) το θέλγητρο
Επεξεργασία
- ↑ «θέλγω» & θέλγητρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «θέλγητρον» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «θέλγητρον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.