↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομπάρα οι ηχομπάρες
      γενική της ηχομπάρας των ηχομπαρών
    αιτιατική την ηχομπάρα τις ηχομπάρες
     κλητική ηχομπάρα ηχομπάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ηχομπάρα πάνω σε έπιπλο, κάτω από τηλεόραση που είναι τοποθετημένη σε τοίχο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηχομπάρα < ήχ(ος) + -ο- + μπάρα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική soundbar)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηχομπάρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία