ηχοαπορροφητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηχοαπορροφητικός < ήχος + απορροφητικός
Επίθετο
επεξεργασίαηχοαπορροφητικός -ή -ό
- που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα ηχητικά κύματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχοαπορροφητικός