Δείτε επίσης: ηπατικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηπατολογικός η ηπατολογική το ηπατολογικό
      γενική του ηπατολογικού της ηπατολογικής του ηπατολογικού
    αιτιατική τον ηπατολογικό την ηπατολογική το ηπατολογικό
     κλητική ηπατολογικέ ηπατολογική ηπατολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηπατολογικοί οι ηπατολογικές τα ηπατολογικά
      γενική των ηπατολογικών των ηπατολογικών των ηπατολογικών
    αιτιατική τους ηπατολογικούς τις ηπατολογικές τα ηπατολογικά
     κλητική ηπατολογικοί ηπατολογικές ηπατολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπατολογικός < ηπατολόγος / ηπατολογία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ηπατολογικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία