ηπατολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηπατολογικός < ηπατολόγος / ηπατολογία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαηπατολογικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον ηπατολόγο ή την ηπατολογία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηπατολογικός
|