ημιαμινάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιαμινάλη < (λόγιο δάνειο) αγγλική hemiaminal(Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Μορφολογικά, ημι- + αμινάλη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.mi.aˈmi.na.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐μι‐νά‐λη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιαμινάλη θηλυκό
- (χημική ένωση) αζωτούχα οργανική χημική ένωση που φέρει στο μόριό ως χαρακτηριστική ομάδα μία αμινομάδα και μία υδροξυλομάδα που συνδέονται με το ίδιο άτομο άνθρακα και με μοριακό τύπο -C(OH)(NR2)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιαμινάλη