αμινάλη
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμινάλη | οι | αμινάλες |
γενική | της | αμινάλης | των | αμιναλών |
αιτιατική | την | αμινάλη | τις | αμινάλες |
κλητική | αμινάλη | αμινάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμινάλη < (λόγιο δάνειο) αγγλική aminal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.miˈna.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μι‐νά‐λη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμινάλη θηλυκό
- (χημική ένωση) αζωτούχα οργανική χημική ένωση που φέρει στο μόριό ως χαρακτηριστική ομάδα δύο αμινομάδες που συνδέονται με το ίδιο άτομο άνθρακα και με μοριακό τύπο -C(NR2)(NR2)