Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημερολογιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ημερολογιακ
ός
η
ημερολογιακ
ή
το
ημερολογιακ
ό
γενική
του
ημερολογιακ
ού
της
ημερολογιακ
ής
του
ημερολογιακ
ού
αιτιατική
τον
ημερολογιακ
ό
την
ημερολογιακ
ή
το
ημερολογιακ
ό
κλητική
ημερολογιακ
έ
ημερολογιακ
ή
ημερολογιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ημερολογιακ
οί
οι
ημερολογιακ
ές
τα
ημερολογιακ
ά
γενική
των
ημερολογιακ
ών
των
ημερολογιακ
ών
των
ημερολογιακ
ών
αιτιατική
τους
ημερολογιακ
ούς
τις
ημερολογιακ
ές
τα
ημερολογιακ
ά
κλητική
ημερολογιακ
οί
ημερολογιακ
ές
ημερολογιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημερολογιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ημερολογιακός, -ή, -ό
σχετικός με το
ημερολόγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημερολογιακός
αγγλικά
:
calendrical
(en)
γαλλικά
:
calendaire
(fr)