ημερολογιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημερολογιακά < ημερολογιακός
Επίρρημα
επεξεργασία
ημερολογιακά
- όσον αφορά στο ημερολόγιο
- πρόπερσι το Πάσχα είχε συμπέσει ημερολογιακά με το Πάσχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημερολογιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ημερολογιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ημερολογιακό