ημίδιπλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ημίδιπλος, -η, -ο
- (για κρεβάτια και κλινοσκεπάσματα) που είναι πιο φαρδύς απ’ τον μονό και πιο στενός από τον διπλό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημίδιπλος
|