ηλύσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηλύσιος | η | ηλύσια | το | ηλύσιο |
γενική | του | ηλύσιου | της | ηλύσιας | του | ηλύσιου |
αιτιατική | τον | ηλύσιο | την | ηλύσια | το | ηλύσιο |
κλητική | ηλύσιε | ηλύσια | ηλύσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηλύσιοι | οι | ηλύσιες | τα | ηλύσια |
γενική | των | ηλύσιων | των | ηλύσιων | των | ηλύσιων |
αιτιατική | τους | ηλύσιους | τις | ηλύσιες | τα | ηλύσια |
κλητική | ηλύσιοι | ηλύσιες | ηλύσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηλύσιος < αρχαία ελληνική Ἠλύσιος
Επίθετο
επεξεργασίαηλύσιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἠλύσιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλύσιος