ηλεκτροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική), (τεχνολογία): οποιαδήποτε συσκευή που εξετάζει εάν ένα σώμα περιέχει ηλεκτρισμό, καθώς και το είδος αυτού το ηλεκτρισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροσκόπιο