ηλεκτρονικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτρονικοποίηση | οι | ηλεκτρονικοποιήσεις |
γενική | της | ηλεκτρονικοποίησης* | των | ηλεκτρονικοποιήσεων |
αιτιατική | την | ηλεκτρονικοποίηση | τις | ηλεκτρονικοποιήσεις |
κλητική | ηλεκτρονικοποίηση | ηλεκτρονικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτρονικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτρονικοποίηση < ηλεκτρονικός + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτρονικοποίηση θηλυκό
- η μετατροπή κάποιων διαδικασιών σε ηλεκτρονικές και η διεκπεραίωσή τους με ηλεκτρονικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτρονικοποίηση
|