ηδονοβλεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηδονοβλεπτικός < ηδονοβλεψίας + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαηδονοβλεπτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ηδονοβλεψία ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηδονοβλεπτικός
|
ηδονοβλεπτικός, -ή, -ό
|