Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδονισμένος η ηδονισμένη το ηδονισμένο
      γενική του ηδονισμένου της ηδονισμένης του ηδονισμένου
    αιτιατική τον ηδονισμένο την ηδονισμένη το ηδονισμένο
     κλητική ηδονισμένε ηδονισμένη ηδονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδονισμένοι οι ηδονισμένες τα ηδονισμένα
      γενική των ηδονισμένων των ηδονισμένων των ηδονισμένων
    αιτιατική τους ηδονισμένους τις ηδονισμένες τα ηδονισμένα
     κλητική ηδονισμένοι ηδονισμένες ηδονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηδονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηδονίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

ηδονισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία