Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωονόσος οι ζωονόσοι
      γενική της ζωονόσου των ζωονόσων
    αιτιατική τη ζωονόσο τις ζωονόσους
     κλητική ζωονόσε ζωονόσοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωονόσος < ζώο + -ο- + νόσος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική zoonosis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωονόσος θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • zoonosis στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία