ζωοανθρωπονόσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωοανθρωπονόσος < ζωο- + ανθρωπο- + νόσος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική zoonosis
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωοανθρωπονόσος θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του ζωονόσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωοανθρωπονόσος
|