ζωολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωολογικός < ζωολόγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.o.lo.ʝiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαζωολογικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζωολογικός
ζωολογικός, -ή, -ό