Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωηρόχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζωηρόχρωμ
ος
η
ζωηρόχρωμ
η
το
ζωηρόχρωμ
ο
γενική
του
ζωηρόχρωμ
ου
της
ζωηρόχρωμ
ης
του
ζωηρόχρωμ
ου
αιτιατική
τον
ζωηρόχρωμ
ο
τη
ζωηρόχρωμ
η
το
ζωηρόχρωμ
ο
κλητική
ζωηρόχρωμ
ε
ζωηρόχρωμ
η
ζωηρόχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζωηρόχρωμ
οι
οι
ζωηρόχρωμ
ες
τα
ζωηρόχρωμ
α
γενική
των
ζωηρόχρωμ
ων
των
ζωηρόχρωμ
ων
των
ζωηρόχρωμ
ων
αιτιατική
τους
ζωηρόχρωμ
ους
τις
ζωηρόχρωμ
ες
τα
ζωηρόχρωμ
α
κλητική
ζωηρόχρωμ
οι
ζωηρόχρωμ
ες
ζωηρόχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζωηρόχρωμος
<
ζωηρ(ός)
+
-ό-
+
-χρωμος
Επίθετο
επεξεργασία
ζωηρόχρωμος, -η, -ο
που έχει
ζωηρά
(έντονα και χαρούμενα)
χρώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζωηρόχρωμος