↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωηρόχρωμος η ζωηρόχρωμη το ζωηρόχρωμο
      γενική του ζωηρόχρωμου της ζωηρόχρωμης του ζωηρόχρωμου
    αιτιατική τον ζωηρόχρωμο τη ζωηρόχρωμη το ζωηρόχρωμο
     κλητική ζωηρόχρωμε ζωηρόχρωμη ζωηρόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωηρόχρωμοι οι ζωηρόχρωμες τα ζωηρόχρωμα
      γενική των ζωηρόχρωμων των ζωηρόχρωμων των ζωηρόχρωμων
    αιτιατική τους ζωηρόχρωμους τις ζωηρόχρωμες τα ζωηρόχρωμα
     κλητική ζωηρόχρωμοι ζωηρόχρωμες ζωηρόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωηρόχρωμος < ζωηρ(ός) + -ό- + -χρωμος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωηρόχρωμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία