ζωηρούλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωηρούλης | η | ζωηρούλα | το | ζωηρούλικο |
γενική | του | ζωηρούλη | της | ζωηρούλας | του | ζωηρούλικου |
αιτιατική | τον | ζωηρούλη | τη | ζωηρούλα | το | ζωηρούλικο |
κλητική | ζωηρούλη | ζωηρούλα | ζωηρούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωηρούληδες | οι | ζωηρούλες | τα | ζωηρούλικα |
γενική | των | ζωηρούληδων | — | των | ζωηρούλικων | |
αιτιατική | τους | ζωηρούληδες | τις | ζωηρούλες | τα | ζωηρούλικα |
κλητική | ζωηρούληδες | ζωηρούλες | ζωηρούλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωηρούλης < ζωηρός + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο επεξεργασία
ζωηρούλης
- υποκοριστικό του ζωηρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωηρούλης
|