ζιαφέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιαφέτι | τα | ζιαφέτια |
γενική | του | ζιαφετιού | των | ζιαφετιών |
αιτιατική | το | ζιαφέτι | τα | ζιαφέτια |
κλητική | ζιαφέτι | ζιαφέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζιαφέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική ziyafet) < περσική ضيافت (ziafat) < αραβική ضيافة (ziafat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζιαφέτι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) συμπόσιο, διασκέδαση, γλέντι, τσιμπούσι, ξεφάντωμα
- ※ Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ-Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχει καλεσμένο ο κυρ-Θωμάς. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου, δ)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζιαφέτι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014