Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζεϊμπέκικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζεϊμπέκικ
ος
η
ζεϊμπέκικ
η
το
ζεϊμπέκικ
ο
γενική
του
ζεϊμπέκικ
ου
της
ζεϊμπέκικ
ης
του
ζεϊμπέκικ
ου
αιτιατική
τον
ζεϊμπέκικ
ο
τη
ζεϊμπέκικ
η
το
ζεϊμπέκικ
ο
κλητική
ζεϊμπέκικ
ε
ζεϊμπέκικ
η
ζεϊμπέκικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζεϊμπέκικ
οι
οι
ζεϊμπέκικ
ες
τα
ζεϊμπέκικ
α
γενική
των
ζεϊμπέκικ
ων
των
ζεϊμπέκικ
ων
των
ζεϊμπέκικ
ων
αιτιατική
τους
ζεϊμπέκικ
ους
τις
ζεϊμπέκικ
ες
τα
ζεϊμπέκικ
α
κλητική
ζεϊμπέκικ
οι
ζεϊμπέκικ
ες
ζεϊμπέκικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζεϊμπέκικος
<
ζεϊμπέκης
Επίθετο
επεξεργασία
ζεϊμπέκικος
, -η, -ο
σχετικός με τον
ζεϊμπέκη
(
χορός
)
για ελληνικό λαϊκό
χορό
διαδεδομένο στην Μικρά Ασία από 'Ελληνες πρόσφυγες, που αρχικά χορευόταν από άντρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζεϊμπέκικος
τουρκικά
:
zeybek
(tr)