↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεϊμπέκικος η ζεϊμπέκικη το ζεϊμπέκικο
      γενική του ζεϊμπέκικου της ζεϊμπέκικης του ζεϊμπέκικου
    αιτιατική τον ζεϊμπέκικο τη ζεϊμπέκικη το ζεϊμπέκικο
     κλητική ζεϊμπέκικε ζεϊμπέκικη ζεϊμπέκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεϊμπέκικοι οι ζεϊμπέκικες τα ζεϊμπέκικα
      γενική των ζεϊμπέκικων των ζεϊμπέκικων των ζεϊμπέκικων
    αιτιατική τους ζεϊμπέκικους τις ζεϊμπέκικες τα ζεϊμπέκικα
     κλητική ζεϊμπέκικοι ζεϊμπέκικες ζεϊμπέκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεϊμπέκικος < ζεϊμπέκης

  Επίθετο

επεξεργασία

ζεϊμπέκικος, -η, -ο

  1. σχετικός με τον ζεϊμπέκη
  2. (χορός) για ελληνικό λαϊκό χορό διαδεδομένο στην Μικρά Ασία από 'Ελληνες πρόσφυγες, που αρχικά χορευόταν από άντρες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία