↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεϊμπέκης οι ζεϊμπέκηδες
      γενική του ζεϊμπέκη των ζεϊμπέκηδων
    αιτιατική τον ζεϊμπέκη τους ζεϊμπέκηδες
     κλητική ζεϊμπέκη ζεϊμπέκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεϊμπέκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zeybek (ζεϊμπέκ) + -ης[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεϊμπέκης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία