ζεμπεκιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεμπεκιά | οι | ζεμπεκιές |
γενική | της | ζεμπεκιάς | των | ζεμπεκιών |
αιτιατική | τη | ζεμπεκιά | τις | ζεμπεκιές |
κλητική | ζεμπεκιά | ζεμπεκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεμπεκιά < ζεϊμπεκιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζεμπεκιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, χορός) άλλη μορφή του ζεϊμπεκιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζεμπεκιά
|