ζεϊμπεκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεϊμπεκιά | οι | ζεϊμπεκιές |
γενική | της | ζεϊμπεκιάς | των | ζεϊμπεκιών |
αιτιατική | τη | ζεϊμπεκιά | τις | ζεϊμπεκιές |
κλητική | ζεϊμπεκιά | ζεϊμπεκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζεϊμπεκιά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζεϊμπεκιά
|