Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζεστοκοπημένος η ζεστοκοπημένη το ζεστοκοπημένο
      γενική του ζεστοκοπημένου της ζεστοκοπημένης του ζεστοκοπημένου
    αιτιατική τον ζεστοκοπημένο τη ζεστοκοπημένη το ζεστοκοπημένο
     κλητική ζεστοκοπημένε ζεστοκοπημένη ζεστοκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζεστοκοπημένοι οι ζεστοκοπημένες τα ζεστοκοπημένα
      γενική των ζεστοκοπημένων των ζεστοκοπημένων των ζεστοκοπημένων
    αιτιατική τους ζεστοκοπημένους τις ζεστοκοπημένες τα ζεστοκοπημένα
     κλητική ζεστοκοπημένοι ζεστοκοπημένες ζεστοκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεστοκοπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζεστοκοπιέμαι

  Μετοχή επεξεργασία

ζεστοκοπημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζεστοκοπιέμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία