ζεσεοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζεσεοσκόπιο < ζέση (< ζέω) + -σκόπιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ebullioscopy)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ze.se.oˈsko.pi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεσεοσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική) συσκευή προσδιορισμού του σημείου βρασμού σώματος ή ουσίας
Συγγενικά
επεξεργασία- ζεσεοσκοπία
- → δείτε τις λέξεις ζέση και σκοπώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζεσεοσκόπιο