ζεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεία | οι | ζείες |
γενική | της | ζείας | των | ζειών |
αιτιατική | τη | ζεία | τις | ζείες |
κλητική | ζεία | ζείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζεία < αρχαία ελληνική ζειά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεία θηλυκό
- δημητριακό που καλλιεργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Υπάρχει σύγχυση γύρω από την ταυτότητά του: έχει ταυτιστεί με το μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum), το δίκοκκο σιτάρι (Triticum turgidum ssp. dicoccum), το σιτάρι σπέλτα (Triticum aestivum ssp. spelta), το κριθάρι (Hordeum vulgare), τη βρίζα ή σίκαλη (Secale cereale), το σόργο (Sorghum spp.), το καλαμπόκι (Zea mays L.) κ.ά. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιόταν κυρίως ως ζωοτροφή.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ζεία στη Βικιπαίδεια