Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροκάντιο τα ζαχαροκάντια
      γενική του ζαχαροκάντιου των ζαχαροκάντιων
    αιτιατική το ζαχαροκάντιο τα ζαχαροκάντια
     κλητική ζαχαροκάντιο ζαχαροκάντια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαροκάντιο < ζάχαρ(η) + -ο- + κάντιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαροκάντιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία