ζαχαροκάλαμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζαχαροκάλαμο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζαχαροκάλαμο ουδέτερο
- αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο, ποώδες επίμηκες φυτό πλούσιο σε υδατάνθρακες
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαχαροκάλαμο