ζαχαροκάλαμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαχαροκάλαμο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈka.la.mo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαχαροκάλαμο ουδέτερο
- αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο, ποώδες επίμηκες φυτό πλούσιο σε υδατάνθρακες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζαχαροκάλαμο