Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαρτιέρα οι ζαρτιέρες
      γενική της ζαρτιέρας
    αιτιατική τη ζαρτιέρα τις ζαρτιέρες
     κλητική ζαρτιέρα ζαρτιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ζαρτιέρες.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαρτιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jarretière  + κατάληξη θηλυκού < jarret + -ιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαρτιέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία