ζαρίφικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaˈɾi.fi.kos/
Επίθετο επεξεργασία
ζαρίφικος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) που έχει σχέση με ζαρίφη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζαρίφης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαρίφικος
|