Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαντολάστιχο τα ζαντολάστιχα
      γενική του ζαντολάστιχου των ζαντολάστιχων
    αιτιατική το ζαντολάστιχο τα ζαντολάστιχα
     κλητική ζαντολάστιχο ζαντολάστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαντολάστιχο < ζάντα + -ο- + λάστιχο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαντολάστιχο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία