Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζάντα οι ζάντες
      γενική της ζάντας των ζαντών
    αιτιατική τη ζάντα τις ζάντες
     κλητική ζάντα ζάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ζάντα αλουμινίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζάντα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jant(e) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζάντα θηλυκό

  • το μεταλλικό στεφάνι του τροχού
    έβαλε καινούριες ζάντες αλουμινίου στο αυτοκίνητό του

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία